- απαρέμφατο
- infinitif
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
απαρέμφατο — το άκλιτος τύπος του ρήματος που χρησιμεύει για να σχηματίζονται ορισμένοι χρόνοι· απαρέμφατο έχει και η ενεργητική φωνή (λύσει, δέσει) και η παθητική (λυθεί, δεθεί)· σπάνια χρησιμοποιείται ως ονοματικό: Το έχει μου (η περιουσία μου) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαρέμφατο — Άκλιτος τύπος του ρήματος που δεν φανερώνει πρόσωπο και αριθμό όπως οι άλλες εγκλίσεις. Το α., που υπάρχει σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, προέρχεται από διάφορους ονοματικούς τύπους, πρόκειται δηλαδή για ρηματικό ουσιαστικό. Αργότερα, πήρε… … Dictionary of Greek
Греческий язык — Самоназвание: Ελληνικά [e̞ˌliniˈka] Страны: Греция … Википедия
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
Aparemfato — Das Aparemfato(n) (griechisch απαρέμφατο(ν), wörtlich [Numerus, Person] nicht anzeigend) ist ein grammatikalischer Terminus aus der alt und neugriechischen Sprache für eine infinite Verbform. Im Altgriechischen bezeichnet er den Infinitiv, z … Deutsch Wikipedia
Aparémfato — Das Aparemfato(n) (griechisch απαρέμφατο(ν), wörtlich [Numerus, Person] nicht anzeigend) ist ein grammatikalischer Terminus aus der alt und neugriechischen Sprache für eine infinite Verbform. Im Altgriechischen bezeichnet er den Infinitiv, z. B.… … Deutsch Wikipedia
άατος — ἄατος και συνηρ. ἆτος, ον (Α) ακόρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἄ σα τος < α στερητ. + απαρέμφατο αόρ. ἆσαι < *ἄω (= χορταίνω)] … Dictionary of Greek
έκπαγλος — η, ο (AM ἔκπαγλος, ον) αυτός που αφήνει κάποιον έκπληκτο με την ομορφιά, τη δύναμη ή άλλο προτέρημα (α. «εκπάγλου κάλλους» β. «σθένει ἔκπαγλος» με εκπληκτική δύναμη γ. «ἐν πόνοις ἔκπαγλος» θαυμαστός για τα κατορθώματά του) αρχ. 1. εκπληκτικός,… … Dictionary of Greek
έναρθρος — η, ο (AM ἔναρθρος, ον) 1. (για φωνή, λόγο κ.λπ.) αυτός που παράγεται από καθαρή σύναψη τών φθόγγων 2. γραμμ. ο γραμματικός τύπος που εκφέρεται με άρθρο («έναρθρο απαρέμφατο, μετοχή» κ.λπ.) νεοελλ. αρθρωτός, αυτός που έχει τα μέλη του συναρμοσμένα … Dictionary of Greek
αλκαθείν — ἀλκαθεῑν (Α) βοηθώ, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Απαρέμφατο αορίστου τού άχρηστου ενεστωτικού τ. ἀλκάθω, πρβλ. και τ. ἀμυνάθω ἀμύνω. Η λ. είναι ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία αυνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε, ἀλκί, ἀλκάζω] … Dictionary of Greek